paid$93613$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

paid$93613$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Paid (film); Paid (disambiguation)

paid      
adj. έμμισθος, μισθωτός
paid in capital         
Paid-in-capital; Contributed capital; Paid-in Capital; Paid in capital; Paid-up capital; Paid up capital
καταβληθέν κεφάλαιο
vacation pay         
PAID TIME OFF, GENERALLY TAKEN WHEN AN EMPLOYEE DESIRES (THOUGH OFTEN REQUIRING NOTICE AND APPROVAL), AND FOR ANY REASON
Paid vacation; Paid holidays; Paid Vacation; Holiday (employment); Vacation time; Vacation pay; Paid vacations; Paid annual leave; Paid vacation leave; Annual holidays; Leave from work; Work leave
επίδομα άδειας

Ορισμός

paid
past and past participle of pay1.
Phrases
put paid to informal stop abruptly; destroy.

Βικιπαίδεια

Paid

Paid or PAID may refer to:

  • Paid (1930 film), an American film starring Joan Crawford
  • Paid (2006 film), a Dutch film
  • Personality and Individual Differences, a journal